Αυτιστική Διαταραχή, Μέρος δ’, Η διάγνωση του αυτισμού
Παρόλο που ενδείξεις για την ύπαρξη δυσκολιών που παραπέμπουν σε παρέκκλιση της ανάπτυξης από το φυσιολογικό υπάρχουν ήδη από τον πρώτο χρόνο της ζωής του αυτιστικού παιδιού, η συνηθέστερη ηλικία παραπομπής ενός τέτοιου παιδιού στον ειδικό είναι μεταξύ 2.5 και 5 ετών.
Η μεγαλύτερη ανησυχία των γονέων αφορά συνήθως την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου του παιδιού.
Πολύ συχνά μάλιστα το παιδί αξιολογείται από λογοπαθολόγο / λογοθεραπευτή πριν συναντήσει παιδοψυχίατρο ή ψυχολόγο ή αναπτυξιολόγο. Ορισμένοι γονείς μάλιστα υποψιάζονται ότι το παιδί τους μπορεί να μην ακούει καλά οπόταν αρκετά παιδιά συναντούν ωτορινολαρυγγολόγο πρώτα. Ας πάρουμε όμως την περίπτωση που το παιδί έρχεται στον ειδικό παιδοψυχίατρο…
Από κλινική εμπειρία είναι διαπιστωμένο ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι γονείς ανησυχούν και για άλλα στοιχεία στη συμπεριφορά του παιδιού τους, το θέμα της γλωσσικής καθυστέρησης είναι αυτό που προβάλλουν περισσότερο. Είτε επειδή όντως είναι το θέμα που τους απασχολεί περισσότερο, είτε επειδή αυτή η δυσκολία είναι η λιγότερο επώδυνη για να την παραδεχτούν.
Επομένως, ο ειδικός βρίσκεται μπροστά σε ένα τρίχρονο ή τετράχρονο παιδί που δεν μιλάει ή μιλάει ελάχιστα και δεν φαίνεται διατεθειμένο να συνεργαστεί. Καθόλου παράξενο ακόμα και για ένα εντελώς φυσιολογικό παιδί, όσον αφορά την ανάπτυξη, που ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σε έναν άγνωστο παρέα με τους αγχωμένους γονείς του… η έλλειψη διάθεσης για συνεργασία όσο και η καθυστέρηση του λόγου μπορεί να οφείλονται σε χίλιους δύο παράγοντες. Η παρατήρηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αξιολόγησης της συμπεριφοράς αλλά προκειμένου να οδηγηθεί σε κάποια συμπεράσματα, ο ειδικός πρέπει να βασιστεί κυρίως στις πληροφορίες που θα συγκεντρώσει από τους γονείς. Η λεπτομερής λήψη ιστορικού είναι εξαιρετικά σημαντική! Λόγω της πολύπλοκης αυτής διαδικασίας είναι πολλές φορές αδύνατο να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση σε μια μόνο επίσκεψη.
Επειδή η παραπομπή γίνεται σε τόσο μικρή ηλικία, η διάγνωση είναι συχνά μια δύσκολη διαδικασία που απαιτεί από τον ειδικό σοβαρές θεωρητικές γνώσεις και σημαντική κλινική εμπειρία στο χώρο της αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας. Ο ειδικός πρέπει να συγκεντρώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και να τις οργανώσει με τον σωστό τρόπο ώστε να μπορέσει να διακρίνει το κύριο πρόβλημα και κατά πόσο πρόκειται για μια απλή γλωσσική καθυστέρηση ή για σύμπτωμα κάποιας διαταραχής, π.χ. της αυτιστικής, ή ακόμα για μια άλλη υποβόσκουσα πάθηση που ενδεχομένως να χρήζει αξιολόγησης από παιδίατρο/παιδονευρολόγο. Εδώ να αναφέρω ότι και η λεπτομερής κλινική εξέταση του παιδιού είναι τεράστιας σημασίας.
Για να τεθεί η διάγνωση του αυτισμού θα πρέπει να πληρούνται 6 κριτήρια: 2 να αφορούν την κοινωνική αλληλεπίδραση, 1 την επικοινωνία, 1 την στερεότυπη συμπεριφορά και 2 ακόμα, να εμφανίζονται σε οποιονδήποτε από τους παραπάνω τομείς. Η πρώτη εμφάνιση των συμπτωμάτων θα πρέπει να έχει γίνει πριν την ηλικία των 3 ετών και η διάγνωση πρέπει να αποκλείει την διαταραχή Rett και την παιδική αποδιοργανωτική διαταραχή.
(Rett: νευρολογική διαταραχή που εμφανίζεται τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής, συνήθως μετά από μια περίοδο τουλάχιστον 5 μηνών ομαλής ανάπτυξης. Χαρακτηρίζεται από προοδευτική απώλεια των δεξιοτήτων που είχαν αποκτηθεί σε πέντε τομείς. Επιπλέον εμφανίζεται επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της κεφαλής μεταξύ 5 και 48 μηνών. Η διαταραχή αυτή είναι εξαιρετικά σπάνια και η πρόγνωση δυσμενής)
Η κοινωνική ανάπτυξη θα πρέπει να είναι κατώτερη από αυτή που αναμένεται με βάση τη νοητική ηλικία του παιδιού. ΑΡΑ, η αξιολόγηση του νοητικού επιπέδου είναι απαραίτητη. Άλλωστε, η εκτίμηση της νοημοσύνης είναι ένας από τους σημαντικότερους προγνωστικούς παράγοντες για την έκβαση του αυτισμού όπως έχουμε ήδη πει.
Τα βασικά κοινωνικά ελλείμματα στην περίπτωση του αυτισμού είναι:
περιορισμένη κατανόηση των κοινωνικών και συναισθηματικών ενδείξεων
απάθεια στις συναισθηματικές αντιδράσεις των άλλων
έλλειψη προσαρμογής της συμπεριφοράς στο κοινωνικό πλαίσιο
έλλειψη κοινωνικής και συναισθηματικής αλληλεπίδρασης
Τα ελλείμματα στην επικοινωνία δεν περιορίζονται μόνο στην απουσία του λόγου. Περισσότερο θα έλεγα παίζει ρόλο η λειτουργική χρήση του λόγου, αν υπάρχει, ή στην αντιστάθμιση της απουσίας του με τη χρήση μη-λεκτικών μέσων επικοινωνίας (χειρονομίες, γκριμάτσες κτλ)
Η στερεότυπη συμπεριφορά αναφέρεται στις αντιδράσεις στις αλλαγές στο περιβάλλον του παιδιού, καθώς και στην επίμονη εκδήλωση άκαμπτων μοτίβων συμπεριφοράς.
Όλα αυτά τα στοιχεία λοιπόν πρέπει να αξιολογούνται μέσα από τις πληροφορίες που παρέχουν οι γονείς. Έχουν κατασκευαστεί σταθμισμένες κλίμακες αξιολόγησης της συμπεριφοράς/νοητικού επιπέδου καθώς και πολλές μέθοδοι δομημένου διαγνωστικά συνέντευξης π.χ, CARS, ABC, WPPSI, WISC-IV, ADOS, ABAS κτλ.
Τελειώνοντας, εκτός από την αξιολόγηση του ίδιου του παιδιού, σημαντικό ρόλο παίζει και η αξιολόγηση της οικογένειας του, για καθαρά διαφοροδιαγνωστικούς λόγους. Πολλές φορές οι γονείς χρειάζονται στήριξη για να λύσουν πρώτα τα δικά τους προβλήματα για να μπορέσουν και αυτοί με τη σειρά τους να βοηθήσουν το παιδί τους. Έπειτα, οι γονείς πρέπει να κατανοήσουν ότι σε καμία περίπτωση δεν ευθύνονται για τη διαταραχή του παιδιού τους. Οι γονείς πρέπει να πάρουν όσο το δυνατό παραπάνω πληροφορίες για τον αυτισμό και συμβουλές για το πως μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της συμπεριφοράς του παιδιού. Η συμμετοχή των γονιών στο εκπαιδευτικό και θεραπευτικό πρόγραμμα που θα καταρτιστεί είναι καταλυτική. Οι ειδικοί οφείλουν να στέκονται στο πλευρό των γονιών και να παρέχουν βοήθεια. Ας μην ξεχνάμε πόσο πολύ επηρεάζει την ψυχολογία των γονιών μια τέτοια διάγνωση…
Δρ. Μάχη Κλεάνθους
Ειδική Παιδοψυχίατρος
Τμήμα Νευροψυχιατρικής
Παιδοψυχιατρική κλινική Πανεπιστημιακού Nοσοκομείου Örebro, Σουηδία
Για επικοινωνία: machi.cleanthous@gmail.com
Θα ακολουθήσει:
Μέρος ε’ Η προσέγγιση όσον αφορά τη θεραπεία