TeensGo (health)

  • KidsGo με αγάπη!

Διαπαιδαγώγηση των Εφήβων στη Σημερινή Κοινωνία: Ελευθερία και Περιορισμοί

Ημερομηνία δημοσίευσης άρθρου: Ιουνίου 11, 2013 Συγγραφέας: Λουίζα Θεοφάνους Κατηγορία: TeensGo (health), Ψυχολογία

Διαπαιδαγώγηση των Εφήβων στη Σημερινή Κοινωνία: Ελευθερία και Περιορισμοί

Ένα ζήτημα που φαίνεται να προβληματίζει αρκετούς γονείς σήμερα είναι το θέμα της διαπαιδαγώγησης των παιδιών τους και κυριότερα των εφήβων. Από τη μια η διαμόρφωση της σημερινής κοινωνίας εμπεριέχει περισσότερους ίσως κινδύνους για τους έφηβους – όπως η ευκολότερη πρόσβαση στα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα – αλλά και περισσότερες δυνατότητες γνωστοποίησης προϋπαρχόντων προβλημάτων μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης – όπως η βία μεταξύ συνομηλίκων, η εφηβική εγκυμοσύνη και η αυτοκτονία. Από την άλλη, οι περισσότεροι γονείς σήμερα έχουν πετύχει ένα καλό βιοτικό επίπεδο για τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους, πράγμα που τους επιτρέπει να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο και ενέργεια στην ψυχολογική ανάπτυξη και συμπεριφορά των παιδιών τους (κάτι που ίσως δεν είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν στους ίδιους οι δικοί τους γονείς), και έτσι να αντιλαμβάνονται ευκολότερα την ύπαρξη προβλημάτων. Ο συνδυασμός όλων αυτών και άλλων παραγόντων αφήνει συχνά ανήσυχους, εκτεθειμένους και ακατάλληλα εξοπλισμένους τους γονείς να διαπαιδαγωγήσουν τα έφηβα παιδιά τους σε μια κοινωνία που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς στόχους, αξίες και συνήθειες, δημιουργώντας ένα χάσμα γενεών μεγαλύτερο ίσως από ποτέ.

Έτσι, καλούνται οι σημερινοί γονείς να αντιμετωπίσουν έφηβους που κάνουν σκασιαρχείο, καπνίζουν, πίνουν και ξενυχτούν σε κλαμπς, συνάπτουν σεξουαλικές σχέσεις, δοκιμάζουν ναρκωτικά και παρανομούν με διάφορους τρόπους. Αλλά και έφηβους οι οποίοι αρνούνται να υπακούσουν εθελοτυφλικά στις επιθυμίες και υποδείξεις των γονιών και των καθηγητών τους, που είναι έτοιμοι με κριτικό πνεύμα να υποδείξουν τα λάθη τους, που διεκδικούν τα δικαιώματά τους και το σεβασμό που δικαιούνται επαναστατώντας πολλές φορές. Δεν παύουν όμως να χρειάζονται την αγάπη, την κατανόηση, τη χωρίς όρους αποδοχή και τη στήριξη των γονιών τους.

Παρατηρείται ότι αρκετοί γονείς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην οριοθέτηση των έφηβων παιδιών τους και καταλήγουν σε ακραίες συμπεριφορές: σε ορισμένες περιπτώσεις, η δυσκολία του γονιού να προσαρμοστεί στις αλλαγές που παρουσιάζει ο έφηβος στη σημερινή κοινωνία καταλήγει μαζί με άλλους παράγοντες (όπως η δική του παιδική και εφηβική ηλικία) στο να γίνεται υπερβολικά αυστηρός ή και βίαιος (σωματικά ή λεκτικά). Σε άλλες περιπτώσεις, η δυσκολία αυτή συντείνει στο να θέτει ο γονιός ελάχιστους ή καθόλου περιορισμούς στον έφηβο. Τα αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις αποβαίνουν συνήθως αρνητικά μέχρι καταστροφικά πρωτίστως για τον έφηβο, αλλά και για τους ίδιους τους γονείς και τη μεταξύ τους σχέση.

Το κυριότερο γνώρισμα της εφηβείας ως στάδιο ανάπτυξης είναι η αναζήτηση της ταυτότητας του ατόμου και του ρόλου του στην οικογένεια και την κοινωνία. Αναπόφευκτα, ο έφηβος βιώνει εσωτερικές συγκρούσεις (η ένταση των οποίων διαφέρει από άτομο σε άτομο), στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον εαυτό του και τους άλλους και να διεκδικήσει περισσότερη αυτονομία, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθεί να χρειάζεται την αποδοχή και τη στήριξη των γονιών του. Έτσι, όταν οι γονείς γίνονται υπερπροστατευτικοί, πολύ αυστηροί, κριτικοί ή βίαιοι, οι προσπάθειες του έφηβου για δημιουργία ταυτότητας και αυτονομία υπονομεύονται, κάτι που τον οδηγεί στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, την ανασφάλεια και συναισθήματα όπως ο φόβος, ο θυμός, η λύπη και η απογοήτευση, καθώς επίσης και σε συναισθήματα εχθρότητας απέναντι στους γονείς. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται και εξωτερικεύονται οι συνέπειες αυτές καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η ιδιοσυγκρασία του παιδιού και οι σχέσεις που έχει με άλλα μέλη της οικογένειας και της κοινωνίας. Έτσι, ενώ ορισμένοι έφηβοι αντιδρούν στην υπερπροστασία ή τη βία επαναστατώντας κατά των γονιών τους και πολλές φορές και κατά της κοινωνίας γενικότερα, άλλοι κλείνονται στον εαυτό τους και προσπαθούν διαρκώς να ικανοποιούν τους γονείς τους σε βάρος της δικής τους προσωπικότητας και αυτονομίας. Και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζονται συχνά αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, όπως το κάπνισμα, η κατάχρηση αλκοόλ και η χρήση ναρκωτικών, αλλά και συνέπειες όπως οι διατροφικές διαταραχές, η χρόνια κατάθλιψη και η αυτοκτονία.

Από την άλλη, υπάρχουν γονείς οι οποίοι θέτουν ελάχιστους ή καθόλου περιορισμούς στα έφηβα παιδιά τους. Αυτό είναι φαινόμενο που παρατηρείται συχνότερα ίσως σε μονογονεϊκές οικογένειες, όπου ο ένας γονιός είναι φυσικά ή συναισθηματικά απών και ο άλλος φορτώνεται όλες τις ευθύνες της οικονομικής και ψυχολογικής φροντίδας των παιδιών, με αποτέλεσμα έλλειψη χρόνου, σωματική και ψυχολογική κούραση – παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητα του γονιού να οριοθετήσει τον έφηβο. Υπάρχουν επίσης γονείς οι οποίοι λόγω χαρακτήρα και προσωπικών εμπειριών δυσκολεύονται να επιβληθούν, και άλλοι οι οποίοι λόγω υπέρμετρης αφοσίωσης στην εργασία τους ή και αδιαφορίας δεν αφιερώνουν τον απαραίτητο χρόνο και ενέργεια στη σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Σε αυτές και ανάλογες περιπτώσεις, οι έφηβοι αφήνονται να αντεπεξέλθουν με μια αυτονομία που η ηλικία και οι εμπειρίες τους δεν τους επιτρέπουν συνήθως να αξιολογήσουν και να αξιοποιήσουν σωστά. Τα συναισθηματικά αποτελέσματα περιλαμβάνουν κυρίως ανασφάλεια, θυμό και απογοήτευση. Επιπρόσθετα, καθώς τα παιδιά αυτά δεν οριοθετούνται στην οικογένεια, δυσκολεύονται συνήθως να δεχθούν περιορισμούς στο σχολείο, την εργασία και την ευρύτερη κοινωνία. Έτσι, πολλά από αυτά καταλήγουν με μια γενικότερη αστάθεια και έλλειψη οργάνωσης στη ζωή τους, έλλειψη στόχων και αυτοελέγχου. Παρατηρούνται επίσης – όπως και σε περιπτώσεις καταπίεσης – αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, παραβατικότητα, επιθετική συμπεριφορά και κατάθλιψη.

Από όλα τα πιο πάνω, προκύπτει ότι ο έφηβος δεν είναι πια παιδί, αλλά ούτε και ενήλικας, γι’αυτό και χρειάζεται ανάλογη συμπεριφορά από πλευράς των γονιών. Η χρήση βίας πρέπει να αποκλείεται γιατί εκτός από τις υπόλοιπες επιβλαβείς συνέπειες, τείνει επίσης να λειτουργεί για τον έφηβο ως μοντέλο συμπεριφοράς προς τους άλλους. Χρειάζεται οριοθέτηση που να ανταποκρίνεται στην κοινωνία στην οποία ζει, ανάλογα και με την ηλικία στην οποία βρίσκεται. Από την άλλη, έχει ανάγκη ελευθερίες και προνόμια, το δικαίωμα να διαφωνεί με τους γονείς και η γνώμη του να λαμβάνεται υπόψη και να μπορεί να παίρνει αποφάσεις για τον εαυτό του, για παράδειγμα για την επαγγελματική του αποκατάσταση. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο έφηβος θα βοηθηθεί να ωριμάσει, να γίνει πιο υπεύθυνος, να έχει υγιείς σχέσεις και αυτοεκτίμηση. Θα βοηθηθεί επίσης στο να διαμορφώσει μια προσωπικότητα ικανή για σωστή επικοινωνία με τους άλλους, αυτοέλεγχο, δημιουργικότητα, κατανόηση και αγάπη προς τους συνανθρώπους του.

Λουίζα Θεοφάνους – Ιωακείμ
B.Sc. (Hons), M.Sc., MBACP
Συμβουλευτική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

Για επικοινωνία: louizat@gmail.com, 22376950, 96319724

Μοιραστείτε το άρθρο!

Facebook facebook   Twitter twitter   Email email  

Λουίζα Θεοφάνους

Η Λουίζα Θεοφάνους – Ιωακείμ μελετά και εφαρμόζει τη ψυχολογία εδώ και 20 περίπου χρόνια. Το 2000 απέκτησε πτυχίο στην Εφαρμοσμένη Ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο John Moores του Liverpool και το 2002 μεταπτυχιακό επιπέδου Masters από το Πανεπιστήμιο Guildhall του Λονδίνου (τώρα Metropolitan University). Στο Λονδίνο εργάστηκε ως ψυχοθεραπεύτρια με παιδιά σε σχολεία, καθώς και σε συμβουλευτικά κέντρα για ενήλικες με προβλήματα συναισθηματικά, σχέσεων και χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών. Επιστρέφοντας στην Κύπρο εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στο Γραφείο Ευημερίας, στη συνέχεια στον Παγκύπριο Σύνδεσμο Καρκινοπαθών και Φίλων με καρκινοπαθείς τελικού σταδίου και τις οικογένειες τους, ενώ δίδαξε και για 5 χρόνια Ψυχολογία στα Επιμορφωτικά Κέντρα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Εργάστηκε επίσης για 2 χρόνια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως Υπεύθυνη της Ψυχολογικής Στήριξης των φοιτητών, οργανώνοντας τις εκεί υπηρεσίες. Έχει συνεργαστεί με την Παγκύπρια Σχολή Γονέων παρέχοντας αριθμό διαλέξεων και βιωματικών εργαστηρίων για γονείς, ενώ διατηρεί και συνεργασία με τη Νοσηλευτική Σχολή του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, προσφέροντας διαλέξεις για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Νοσηλευτικής Ψυχικής Υγείας. Από το 2002 εργάζεται παράλληλα ιδιωτικά ως ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Η δουλειά της αφορά την ανάλυση και αλλαγή σκέψεων, συναισθημάτων, συμπεριφορών και στοιχείων προσωπικότητας που ταλαιπωρούν άτομα, ζευγάρια ή ομάδες που παρακολουθεί για ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων προσωπικών, σχέσεων, οικογενειακών και υγείας. Οι τομείς εξειδίκευσης της περιλαμβάνουν την ανάπτυξη της αυτογνωσίας, τη σωστή διαπαιδαγώγηση παιδιών και την αντιμετώπιση προβλημάτων επικοινωνίας, τη συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία για κατάθλιψη, προβλήματα αυτοεκτίμησης, θέματα βίας και κακοποίησης, καθώς και για προβλήματα ακοής, αναπηρίες και άλλες χρόνιες παθήσεις. Εργάζεται επίσης με νέους γονείς, παρέχοντας στήριξη σε θέματα εγκυμοσύνης, θηλασμού και προσαρμογής στο γονεϊκό ρόλο. Μέρος της δουλειάς της αποτελεί και η ανάλυση υπαρξιακών ζητημάτων, για άτομα με τέτοιες αναζητήσεις και προβληματισμούς. Αρκετά άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ έχει παρουσιαστεί και σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές.